κοκκυσμός

κοκκυσμός
κοκκυσμός
crying cuckoo
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοκκυσμός — κοκκυσμός, ὁ (AM) [κοκκύζω] μσν. φωνή κότας ή πετεινού αρχ. 1. το κράξιμο τού κούκου 2. ο ήχος πολύ οξείας ανθρώπινης φωνής …   Dictionary of Greek

  • κοκκυσμούς — κοκκυσμός crying cuckoo masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκυσμόν — κοκκυσμός crying cuckoo masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”